- ἐγγλύφων
- ἔγγλυφοςcarvedmasc/fem/neut gen plἐγγλύφωcarvepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυπίς — ίδος, ἡ, ΜΑ είδος σφυριού, τυπάδα μσν. σφραγίδα αποτύπωσης έγγλυφων σχημάτων ή γραμμάτων πάνω σε αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κοπ ίς)] … Dictionary of Greek